- θεονήστικος
- çok aç, açlıktan bayılacak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
θεονήστικος — η, ο αυτός που πεινάει πολύ, υπερβολικά: Κάθεβράδυ γυρίζει από τη δουλειά του θεονήστικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεονήστικος — η, ο ο εντελώς νηστικός … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
ξενηστικωμένος — η, ο εντελώς νηστικός, θεονήστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + νηστικός] … Dictionary of Greek
πανάπαστος — πανάπαστος, ον (Α) αυτός που δεν έχει φάει τίποτε, θεονήστικος, πολύ πεινασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄπαστος «άγευστος»] … Dictionary of Greek
πασαβιόλα — η 1. η μπασαβιόλα, βαθύχορδη βιόλα 2. φρ. «παίζω πασαβιόλα» είμαι θεονήστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bassa viola (βλ. λ. μπάσο)] … Dictionary of Greek
πεινάλας — ο, θηλ. πεινάλα (μεγεθ·) πειναλέος, λιμασμένος, θεονήστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πείνα + μεγεθ. κατάλ. άλα, κατά τα αρσ. σε ας] … Dictionary of Greek